- ἀπερίτμητοι
- ἀπερίτμητοςuncircumcisedmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
необрѣзаныи — (8) пр. Не подвергшийся обряду обрезания: луче бы тобѣ обрѣзатисѧ и бѣсовати. да рку ти что смѣшнѣе. или необрѣзану и сдраву быти. лукаву и безбожну. (ἐν ἀκροβυστίᾳ) ГБ XIV, 10г; иереми˫а же необрѣзанымь весь вѣща до(м) изл҃въ неѡбрѣзанъ ср(д)цмь … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
περιτομή — Θρησκευτική πρακτική, που συνίσταται στην κοπή του χαλινού της πόσθης ή στην εκτομή ολόκληρης της πόσθης. Η π., που ήταν γνωστή από αρχαίους πολιτισμούς, όπως ο αιγυπτιακός, εφαρμόζεται σήμερα στην εβραϊκή θρησκεία, τον Ισλαμισμό, σε μερικές… … Dictionary of Greek